πέπων

πέπων
ο / πέπων, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι
αρχ.
1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος
2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός
3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση
4. ήπιος, μετριασμένος («πεπαίτερα ῥεύματα», Ιπποκρ.)
5. μτφ. α) (για πρόσ.) i) πράος, ανεξίκακος
ii) μαλθακός, νωθρός
β) (για πράγματα) ελαφρός, μικρός («ὅτ' ἤδη πᾱς ὁ μόχθος ἦν πέπων», Σοφ.)
6. (η κλητ. εν. ως προσφώνηση αγαπημένου προσώπου ή ζώου) πέπον
καλέ μου, γλυκέ μου (α. «πέπον Καπανηϊάδη», Ομ. Ιλ.
β) «κριὲ πέπον», Ομ. Ιλ.)
7. φρ. α) «πέπων σίκυος» ή «πέπων σικυός» — ο καρπός τού φυτού πέπονος τού κοινού, το πεπόνι, το οποίο τρώγεται μόνο όταν είναι ώριμο, σε αντιδιαστολή προς τον σίκυον, δηλ. το αγγούρι, το οποίο τρώγεται μόνον όταν είναι άγουρο
β) «πέπονα ποιῶ τινα»
μτφ. μαλακώνω τα πλευρά κάποιου με μαστίγωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. που ανάγεται στη ρίζα *pekw τού πέσσω* «ωριμάζω» με επίθημα -ων- (πρβλ. κώδων) και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pak-va- και ιραν. pašto, pox «ώριμος» Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. pepō), ενώ το υποκορ. τού πέπων, πεπόν-ιον έδωσε στη Νέα Ελληνική τον τ. πεπόνι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πέπων — cooked by the sun masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπαίτερον — πέπων cooked by the sun masc acc sg πέπων cooked by the sun neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπον — πέπων cooked by the sun masc/fem voc sg πέπων cooked by the sun neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπονα — πέπων cooked by the sun neut nom/voc/acc pl πέπων cooked by the sun masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπαιτάτην — πέπων cooked by the sun fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπαίτερα — πέπων cooked by the sun neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπαίτερος — πέπων cooked by the sun masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπόνων — πέπων cooked by the sun gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπονας — πέπων cooked by the sun masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπονες — πέπων cooked by the sun masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”